- εκτυπωτής
- ο1. τεχνίτης που εκτυπώνει με το τυπογραφικό πιεστήριο.2. συσκευή, μηχάνημα που τυπώνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… … Dictionary of Greek
πιεστής — ο, Ν εργάτης ή τεχνίτης που χειρίζεται τυπογραφικό πιεστήριο, αλλ. τυπωτής ή εκτυπωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek
μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… … Dictionary of Greek